- συρβηνός
- -όν, Αθορυβώδης, ταραχώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρβη / τύρβη* «θόρυβος, ταραχή» + επίθημα -ηνός (πρβλ. σκαλ-ηνός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρβηνεύς — έως, ὁ, Α αυτός που προκαλεί θόρυβο ή ταραχή, ο θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρβηνός + επίθημα εύς. Η ερμηνεία που δίνει ο Ησύχ.: αὐλητής σύρβη γὰρ ἡαὐλοθήκη παραμένει προβληματική] … Dictionary of Greek